ΣΚΟΠΟΣ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Ο σκοπός που δημιουργήθηκε αυτό το ιστολόγιο (istoria-archaiologia.blogspot.com) είναι να ρίξει φως σε άγνωστες πτυχές της Ελληνικής Ιστορίας και προϊστορίας μέσα από τα γραφόμενα των αρχαίων Ελλήνων, Λατίνων αλλά και Βυζαντινών συγγραφέων. Δεν είναι εύκολο διότι απαιτείται υπομονή, διαύγεια και πολλές ώρες έρευνας, ούτως ώστε αυτά που θα γράφονται να είναι απολύτως έγκυρα. Οι πληροφορίες που θα παρατίθενται με νηφαλιότητα και σοβαρότητα, χωρίς διάθεση προγονολατρείας, έχουν καθαρά εκπαιδευτικό και ενημερωτικό χαρακτήρα.Παρ'oλ'αυτά, για τα όποια λάθη υποπέσουν στην αντίληψη του σεβαστού αναγνώστη, οι συγγραφείς εκ τον προτέρων ζητούν συγνώμη.



- ΓΙΑ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΝΩΜΕΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ: erevna@freemail.gr



ΟΜΗΡΟΣ ! ΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ



ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Μέσα από την έρευνα μας για τον Όμηρο - τον ποιητή των ποιητών - , αυτό που θέλουμε να επιτύχουμε είναι να γνωστοποιήσουμε τα αποσπάσματα εκείνα, που προέρχονται από τα αρχαία, αλλά και μεσαιωνικά ελληνικά κείμενα, τα οποία προσδιορίζουν ένα διαφορετικό χρονικό πλαίσιο για το πότε έζησε ο Όμηρος και άρα το πότε δημιουργήθηκαν τα καλύτερα έπη του κόσμου! Ένα χρονικό πλαίσιο διαφορετικό απ' αυτό που έχουμε διδαχθεί εμείς, αλλά και που συνεχίζουν να διδάσκονται οι μαθητές σήμερα στις διάφορες εκπαιδευτικές βαθμίδες. Θέλουμε να βάλουμε και εμείς ένα λιθαράκι στην έρευνα γύρω από το ομηρικό πρόβλημα και πιστεύουμε ότι όσον αφορά το θέμα για το πόσο παλαιός είναι ο Όμηρος δεν έχει λήξει ακόμα...
Ένα είναι σίγουρο, ότι η θεωρία των "σκοτεινών αιώνων ή του σκοτεινού μεσαίωνα" της ελληνικής αρχαιότητας σιγά σιγά ανατρέπεται! Οι φιλότιμες έρευνες των Ελλήνων αρχαιολόγων με την βοήθεια των εργατών που βοηθούν στο ανασκαφικό έργο, έχουν φέρει στο φως τα στοιχεία εκείνα που ανατρέπουν την προαναφερθείσα θεωρεία των "σκοτεινών αιώνων" και αυτό που απομένει είναι η σωστή προβολή και η γνωστοποίηση προς το ευρύ κοινό από τους υπευθύνους πνευματικούς "ηγέτες" μας. Αυτό που εμείς ελπίζουμε είναι, το ευρύ κοινό να δείξει την πρέπουσα φιλομάθεια και εν-Δία-φέρον για την ελληνική αρχαιότητα, είτε αυτή μεταφράζεται σε μελέτη των αρχαίων κειμένων είτε στην έρευνα πάνω στις αρχαιολογικές ανακαλύψεις. Διότι δεν πρέπει μόνο να αυτοαποκαλούμασθε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων αλλά να το αποδεικνύουμε και με τις πράξεις μας. Το ξέρουμε ότι είναι δύσκολο, γιατί μας έκοψαν τον "ομφάλιο λόρο" που μας ένωνε με τους προπάτορές μας, και κατά την γνώμη μας ο "ομφάλιος λόρος" είναι η γνώση της ιστορία μας.

ΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

ΠΟΤΕ ΕΖΗΣΕ Ο ΟΜΗΡΟΣ;

(ΨΕΥΔΟ-ΗΡΟΔΟΤΟΥ)
< Ηροδότου Αλικαρνασσήος: Περί Ομήρου γενέσιος και βιοτής>

αρχαίο κείμενο:


...περί δ' ηλικίης της Ομήρου εκ των δ'αν επισκεπτόμενος ακριβώς και ορθώς λογίζοιτο. Από γαρ της Ίλιον στρατηίης , ην Αγαμέμνων και Μενέλαος ήγειραν, έτεσιν ύστερον εκατόν και τριάκοντα (130) Λέσβος ωκίσθη κατά πόλεις, πρότερον εούσα άπολις. Μετά δέ Λέσβον οικισθείσαν έτεσιν ύστερον είκοσι (20) Κύμη η Αιολιώτις και Φρικωνίς καλεομένη ωκίσθη. Μετά δε Κύμην οκτωκαιδέκα (18) έτεσιν ύστερον Σμύρνα υπό Κυμαίων κατωκίσθη και εν τούτω γίνεται Όμηρος. Αφ' ου δ' Όμηρος εγένετο έτεα έστιν εξακόσια εικοσιδύο (622) μέχρι της Ξέρξεω διαβάσεως, ην στρατευσάμενος επί τους Έλληνας και ζεύξας τον Ελλήσποντον διέβη εκ της Ασίας ες την Ευρώπην. Από δε τούτου ρηιδίως εστίν αριθμήσαι τον χρόνον τω εθέλοντι ζητείν εκ των αρχόντων των Αθήνησιν. Των δέ Τρωικών ύστερον γέγονεν Όμηρος έτεσιν εκατόν εξήκονταοκτώ.(168)

(δεν μεταφράζουμε το απόσπασμα διότι είναι πολύ εύκολο στην ανάγνωση και κατανόησή του)

ΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

ΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΧΘΕΣ (μέρος 1ο)
(Απόσπασμα από τα -"ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ Πρόλογος στο "Όμηρος: Οδύσσεια", εκδ. "Ι. Ζαχαρόπουλου"- Του μεγάλου ερευνητή ΓΙΑΝΗ Κ. ΚΟΡΔΑΤΟΥ)
Εισαγωγή

Στην Αλεξάνδρεια, που τον Γ' και Β' π.Χ. αιώνα είχε γίνει μεγάλο πνευματικό κέντρο, άρχισε από τη μιά μεριά συστηματική κριτική των ομηρικών κειμένων και από την άλλη συλλογή και ανακατάταξη των διαφόρων εκδόσεων των, γιατί από τον Ε' αίώνα φαίνεται πως υπήρχαν πολλά τέτοια κείμενα, ή πιο σωστά πολλές “εκδόσεις”, των δύο επών. Μαρτυρείται πως υπήρχαν: 1) αι κατά πόλεις (ή αι από των πόλεων ή εκ των πόλεων). Τέτοιες ήταν η Αργολική, η Χία, η Κυπρία, η Κρητική, η Σινωπική κλπ. 2) αι κατά άνδρα. Τις τέτοιες “εκδόσεις” κατάρτιζαν μερικοί διανοούμενοι για καθαρώς εκπαιδευτικούς σκοπούς. Κατά τον Πλούταρχο, ο Αριστοτέλης διασκεύασε την Ιλιάδα για να χρησιμεύση σαν ανάγνωσμα του Αλεξάνδρου. Ο ίδιος ο Πλούταρχος μας πληροφορεί ακόμη πώς στον καιρό του Αλκιβιάδη υπήρχαν τέτοιες “εκδόσεις”, πού μάλιστα ο πρώτος τυχόν δάσκαλος τις διώρθωνε . Το κακό φαίνεται να παράγινε, γι' αυτό όσο περνούσαν τα χρόνια αυξάνονταν και πληθύνονταν oι τέτοιες “εκδόσεις”. Από την αιτία αυτή μιά άλλη μαρτυρία λέει πώς ο Τίμων ο Φλιάσιος τα τέτοια διωρθωμένα ή πιο σωστά τα “διασκευασμένα” κείμενα δεν τα θεωρούσε καθόλου χρήσιμα και γι' αυτό προτιμούσε τα παλιά αντίγραφα (βλ. Διογ. Λαέρτ. IX, 115).
Υπήρχαν όμως και “λαϊκές” εκδόσεις πού λέγονταν δημώδεις ή κοιναί και πού ήταν γνωστές σχεδόν σ' όλη την Ελλάδα. Αυτές αν δεν ήταν “διωρθωμένες” από κάποιον δάσκαλο, θα ήταν δίχως άλλο αλλαγμένες από τα παραγεμίσματα των ραψωδών πού έπρεπε να εξυμνήσουν την ιστορια κάθε τόπου και γι' αυτό έπρεπε να προσθέσουν κάτι πού ταίριαζε με το τοπικιστικό φιλότιμο του λαού κάθε χώρας ή πολιτείας. Έτσι στα χρόνια των Πτολεμαίων υπήρχαν πολλές και διάφορες “εκδόσεις” του Ομήρου, που χρησίμευσαν για βάση να γίνη νέα επεξεργασία τους και να καταστρωθή το γνωστό κείμενο πού σώθηκε ως τις ήμερες μας με το χωρισμό του σε 24 κομμάτια - βιβλία.

ΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

ΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΧΘΕΣ (μέρος 2ο)
Η Αλεξανδρινή κριτική.

Πρώτος τέτοιος κριτικός του ομηρικού κειμένου φαίνεται ότι είναι ο Εφέσιος Ζηνόδοτος, ελληνιστής καλός και βιβλιοφύλακας της περίφημης Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης . Ο Ζηνόδοτος δίχως άλλο έκαμε πολλές διορθώσεις, πού μάλλον χάλασαν παρά διώρθωσαν το κείμενο.
Μαθητής του Ζηνόδοτου και συνεχιστής της διορθωτικής και κριτικής εργασίας πάνω στα ομηρικά κείμενα ήταν ο Ερατοσθένης, φιλόλογος με πολλές ιστορικές γνώσεις και μεγάλη κατάρτιση. Διάδοχος του υπήρξεν ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (257-180 π.Χ.), πού έκαμε μεγάλη συμπληρωματική κριτική εργασία πάνω στα ομηρικά κείμενα. Μα εκείνος πού προχώρησε πιο πολύ ήταν ο μαθητής του Αριστοφάνη, ο περίφημος Αρίσταρχος από τη Σαμοθράκη (215 -145 π.Χ.). Στην εποχή του οι γλωσσολογικές, γραμματικές και φιλολογικές σπουδές ακμάζανε πολύ στην Αλεξάνδρεια, γι' αυτό ο Αρίσταρχος ήταν καλύτερα εφωδιασμένος από τους προηγούμενους του για να μελετήση τα ομηρικά κείμενα και κατάληξη σε ωρισμένα συμπεράσματα. Φαίνεται πώς εργάστηκε χρόνια μελετώντας τον Όμηρο και με σκοπό ν' αποκαταστήση τα κείμενα στην αρχική τους μορφή. Έγραψε πολλές μελέτες, πάνω στα ζητήματα αυτά. Η καλύτερη του όμως εργασία, πού μέσα σ' αυτή συγκεντρώθηκαν όλες οι παρατηρήσεις και υποδείξεις της κριτικής του, ήταν τα σχόλιά του. Η βασική αρχή του ήταν “Όμηρον εξ Ομήρου σαφηνίζειν”, αρχή πού και σήμερα ακόμα έχει κύρος. Ο Αρίσταρχος έχοντας για βάση τα σχόλια του έβγαλε σε νέα έκδοση το ομηρικό κείμενο, απαλλαγμένο από τους νόθους στίχους πού τους είχαν προσθέσει νεώτεροι ποιητές και διάφοροι διασκευαστές του αρχικού κειμένου. Δυστυχώς από πυρκαϊά κάηκαν τα πιο πολλά από τα έργα του και έτσι μόνο από τη φήμη και την παράδοση ξέρουμε τις επιμελημένες εργασίες του πάνω στο ομηρικό κείμενο, χωρίς όμως να έχουμε αυτούσιες τις τέτοιες εργασίες και μελέτες του .

Η κριτική της Περγαμηvής Σχολής.
Παράλληλα προς την Αλεξάνδρεια, σπουδαία φιλολογική κίνηση εκείνα τα χρόνια σημειώθηκε και στην Πέργαμο. Φιλόλογος και κριτικός αξιόλογος, αρχηγέτης της σχολής της Περγάμου, ήταν ο Κράτης ο Μαλλώτης (από τη Μαλλό της Κιλικίας). Ο Κράτης, αντίθετα από τον Αρίσταρχο, ακολούθησε άλλον ερμηνευτικό δρόμο και προσπάθησε να ερμηνεύση αλληγορικά τα ομηρικά έπη. Δηλαδή υποστήριξε πώς στην ομηρική ποίηση βρίσκονταν οι βάσεις όλων των τεχνών και επιστημών. Εύρισκε με άλλα λογία στα ομηρικά έπη όχι καθαρώς ποιητικό περιεχόμενο, μα καθαρά πραγματιστικό. Ο Όμηρος γι' αυτόν ήταν ένας πραγματιστής, ένας διδάσκαλος και όχι ένας μεγαλόπνοος ποιητής. Γι' αυτό οι δυό σχολές χωρίστηκαν και άρχισαν τον πόλεμο η μιά της άλλης. Η μιά περιωρίζονταν αποκλειστικώς και μόνο στα πλαίσια της φιλολογικής και κριτικής έρευνας. Η άλλη προσπαθούσε να βγάλη γενικώτερα συμπεράσματα. Δηλαδή η μιά ήταν σχολή καθαρώς φιλολογική, ενώ η άλλη (της Περγάμου) ήταν σχολή μάλλον κοινωνιολογική όπως θα λέγαμε σήμερα. Εννοείται πώς και οι δυό σχολές από την άποψη τους είχαν δίκαιο. Πολλές παρατηρήσεις της Αλεξανδρινής σχολής είναι σωστές, όπως και πολλές παρατηρήσεις και κρίσεις της Περγαμηνής σχολής είχαν και έχουν σήμερα ακόμα κύρος, γιατί αν οι ομηρικές μελέτες και έρευνες στηριχθούν μόνο στη γραμματική εξέταση και κριτική των κειμένων, δεν μπορούν να λύσουν ένα σωρό ζητήματα. Χρειάζεται παράλληλα και η κοινωνιολογική έρευνα για να εκτιμηθή η αξία των συμπερασμάτων της φιλολογικής κριτικής.

ΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

ΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΧΘΕΣ (μέρος 3ο)

Oι Xωρίζοντες.

Ερχόμαστε τώρα σ' άλλο ζήτημα. Η φιλολογική κριτική του ομηρικού κειμένου πού έγινε από τους γραμματικούς (=φιλολόγους) της Αλεξανδρείας, μαζί με άλλα ζητήματα έφερε στη μέση και τούτο: Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είναι έργα του ίδιου ποιητή; Υπήρχαν πολλοί πού απαντούσαν αρνητικά στο ερώτημα αυτό. Αυτοί ήταν οι Χωρίζοντες, δηλαδή εκείνοι από τους φιλολόγους που υποστήριζαν “μη ενός του αυτού Ιλιάδα και Οδύσσειαν”. Δυστυχώς δεν γνωρίζομε όλα τα ονόματα των αρχηγών και οπαδών της σχολής αυτής, γιατί σώθηκαν μόνο τα ονόματα δυό τέτοιων φιλολόγων, του Ξένωνος και του Ελλάνικου . Ποια επιχειρήματα έφερναν οι Χωρίζοντες, για να υποστηρίζουν τη γνώμη τους, κι' αυτά δεν τα ξέρουμε καλά. Φαίνεται πώς από τη συγκριτική έρευνα των δύο κειμένων έβγαλαν το συμπέρασμα πώς το ύφος δεν είναι το ίδιο και στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια. Βέβαια το επιχείρημα αυτό και μόνο δεν έχει αποφασιστική σημασία. Θα είχε αξία, αν ήταν αποδειγμένο πώς τα κείμενα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, όπως τα είχαν οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι, ήταν πιστά αντίγραφα από τα πρωτόγραφά τους. Μια και έγιναν στο αναμεταξύ πολλές, όπως θα ιδούμε παρακάτω, αλλαγές, προσθήκες και διορθώσεις, είναι επόμενο τα δύο κείμενα να μη έχουν το ίδιο ύφος. Δίχως άλλο οι Χωρίζοντες θα είχαν αντιτάξει και άλλα επιχειρήματα, πού δυστυχώς δεν τα ξέρομε, γιατί όλη η βιβλιογραφία της σχολής τους χάθηκε. Αν κρίνουμε όμως από τα λεγόμενα του Πρόκλου και του Ευσταθίου φαίνεται πως οι μελέτες και οι κριτικές των Χωριζόντων είχαν μεγάλη επίδραση στους φιλολόγους της κατοπινής εποχής και ως ένα σημείο οι απόψεις τους είχαν επικρατήσει. Από τα λεγόμενα του Πρόκλου και του Ευσταθίου αυτό βγαίνει, αφού λένε πώς μέσα στα ομηρικά κείμενα ανευρίσκονται “πολλοί Όμηροι”. Και ναι μεν ο Πρόκλος τόνιζε πως “Όμηροι πολλοί γεγόνασι, ζήλώ του πάλαι την κλήσιν λαβόντες”, δηλαδή πως υπήρχαν από τον παλιό καιρό ποιητές πού ήθελαν τα τραγούδια τους να φέρουν το μεγάλο όνομα του Ομήρου, μα μ' αυτό δεν αναιρεί το βασικό ζήτημα, Ίσα ίσα πού ενισχύει τη γνώμη των Χωριζόντων και των άλλων φιλολόγων, που έβλεπαν προσθήκες και αλλαγές στα ομηρικά κείμενα.
φιλολογία, η γλωσσολογία, η εθνογραφία και η εθνολογία ήταν ακόμα άγνωστες εκείνα τα χρόνια. Έπρεπε να συγκεντρωθή το απαραίτητο ιστορικοφιλολογικό υλικό, για να δοθή η αφορμή να γεννηθή το ομηρικό ζήτημα. Κι' αυτό έγινεν όπως είπαμε στους Αλεξανδρινούς χρόνους. Μα και τότε δεν ήταν ακόμα καλά παρασκευασμένο τα έδαφος. Έγιναν μόνο οι πρώτες απόπειρες και οι πρώτες κριτικές έρευνες. Με την πτώση όμως του αρχαίου ελληνικού κόσμου οι έρευνες και οι μελέτες αυτές πέρασαν στο μουσείο της ιστορίας. Ύστερα από το θάνατο του Ιουλιανού τα ελληνικά γράμματα δεν έχουν πια ενδιαφέρον, ούτε στην Ανατολή ούτε στη Δύση. Η ιστορία γυρίζει προς τα πίσω. Κι' όταν μάλιστα οι βάρβαροι κατέκλυσαν την Ευρώπη η ιστορία έκανε ακόμα πιο μεγάλα βήματα προς τα πίσω. Ο Μεσαίωνας άρχισε. Είν' αλήθεια πως έμειναν μερικές εστίες όπου δεν έσβησε ολότελα η φλόγα των ελληνικών σπουδών. Και στην Ιταλία και στο Βυζάντιο υπήρξαν διανοούμενοι πού κρατούσαν άσβηστη την παλιά παράδοση. Στο Βυζάντιο μάλιστα, όταν στη Θεσσαλονίκη και στην Πόλη οι οικονομικές συνθήκες σε ωρισμένες εποχές έδωκαν το λίπασμα για να αναπτυχθή κάποια πνευματική κίνηση, ανεφάνησαν μεγάλοι ελληνομαθείς στοχαστές όπως ο Φώτιος, ο Ευστάθιος, ο Βησσαρίων, ο Γεμιστός κ.α. Μα οι ιστορικές περιστάσεις δεν ευνόησαν την άνοδο του Βυζαντίου. Ήρθαν χρόνοι και καιροί που το έρριξαν πάλι στην παρακμή και στη διάλυσηΈπρεπε να ξυπνήση όλη η Ευρώπη από τη χειμερία νάρκη της—το Μεσαίωνα—για να ξαναρχίσουν οι φιλολογικές μελέτες και να καλλιεργηθή και πάλιν η σπουδή των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων.

ΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

ΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΗΜΕΡΑ (μέρος 1ο)
(Απόσπασμα από τα - "ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ" Πρόλογος στο "Όμηρος: Οδύσσεια", εκδ. "Ι. Ζαχαρόπουλου" - Του μεγάλου ερευνητή ΓΙΑΝΗ Κ. ΚΟΡΔΑΤΟΥ)
...Η κρατούσα σήμερα γνώμη είναι πως η μεν γραφή έγινε γνωστή στην Ελλάδα τον Η' ή Ζ' αιώνα π. Χ., τα δε ομηρικά έπη αρχικώς ήταν πολύ μικρότερα και διαφορετικώτερα στη μορφή τους, και πώς διασκευάστηκαν στον ΣΤ' αιώνα π.Χ., αφού ενώθηκαν και άλλα έπη και έτσι αποτελέστηκε το κείμενο πού έχομε. Σημειώνουμε ακόμα πώς σχεδόν μοναδικός αντίπαλος όλων των παραπάνω θεωριών είναι ο Γερμανός αρχαιολόγος Γουλιέλμος Δαίρπφελδ, πού επιμένει στη γνώμη του πως ο Όμηρος έζησε στον ΙΒ' αιώνα π.Χ. και πως ο ίδιος έγραψε τα δυό έπη. Το μόνο πού παραδέχεται ο Δαίρπφελδ είναι πως η Ιλιάς και η Οδύσσεια δεν εγράφηκαν στη μορφή και την έκταση πού έφθασαν ως εμάς. Δέχεται δηλαδή πώς έγιναν προσθήκες και παρεμβολές από δεύτερο και τρίτο χέρι.
Επειδή όμως δίκαιο είναι ν' ακουσθή ή γνώμη του γηραιού ομηριστού, γιατί σε πολλά λεπτομερειακά ζητήματα δεν φαίνεται να πέφτη έξω, αντιγράφουμε εδώ την “απολογία” του, γιατί με το να επιμένη στη γνώμη του κατάντησε να είναι κατηγορούμενος μπροστά στη φιλολογική επιστήμη.
Εξ άλλου μας δίνει και μιά σύντομη, μα πιστή και ενημερωμένη περίληψη της ως τα σήμερα ιστορίας του ομηρικού ζητήματος και έτσι και από τη μεριά αυτή η γνώμη του είναι χρήσιμη. Αφού λοιπόν είναι έτσι τα πράγματα, ας δώσουμε το λόγο στον Δαίρπφελδ".
“Από δισχιλίων και πλέον ετών διαμάχονται οι λόγιοι περί του χρόνου και του τόπου γενέσεως των δύο επών του Ομήρου ως και περί του τρόπου της συνθέσεως αυτών και δεν κατέστη ακόμη δυνατόν να φθάσουν εις συνεννόησιν. Τουναντίον ο αριθμός των αμφισβητουμένων στοιχείων ηύξανε διαρκώς κατά τας διαδεχόμενος αλλήλας εκατονταετίας και αι προτεινόμενοι λύσεις απεμακρύνοντο ολονέν περισσότερον της πραγματικότητος.
”Κατά την αρχαιότητα ο κύκλος των αμφισβητουμένων στοιχείων υπήρξε πολύ στενός. Ήσαν οι λόγιοι διαφόρου γνώμης αν αμφότερα τα έπη, η Ιλιάς και η Οδύσσεια, εποιήθησαν υπό του Ομήρου και που και πότε έζησεν ο ποιητής ούτος. Προς δε και περί του μεγέθους (αριθμού των στίχων) και της γλώσσης των αρχικών επών είχον οι λόγιοι αμφιβολίας. ”Κατά τους νεωτέρους χρόνους, κυρίως δε από του τέλους του δεκάτου ογδόου αιώνος και προ πάντων από των ανασκαφών του Σλίμαν εις Τροίαν, Μυκήνας και Τίρυνθα, προσετέθη μακρά σειρά αμφισβητήσεων, εξ ών αναφέρομεν ενταύθα μερικάς μόνον: Είναι τα δύο ταύτα έπη έργα της δημοτικής ποιήσεως ή της τεχνικής; Εποιήθησαν αρχικώς ως μεγάλα ενιαία έπη ή συνετέθησαν εκ πλειόνων παλαιοτέρων χωριστών ποιημάτων; Ή μήπως υπόκειται εις εκάτερον των δύο τούτων επών μικρότερων τι και παλαιότερον ποίημα ως αρχικός πυρήν, το όποιον υστέρα διηυρύνθη και ηυξήθη δια ποικίλων προσθηκών; Τίνα πολιτισμόν απεικονίζουν τα δύο έπη; Είναι ο πολιτισμός των χρόνων καθ' ους έζων οι ήρωες του Τρωικού πολέμου, τ. ε. του δωδεκάτου π. Χ. αιώνος; Ή μήπως είναι πολιτισμός νεωτέρας εποχής, κατά την οποίαν έζησαν ο Όμηρος ή οι διάφοροι ποιηταί; Ή μήπως είναι δυνατόν να διακρίνωμεν εις εκάτερον των επών διάφορα στρώματα πολιτισμού εντός των διαφόρων μερών; Μη είναι, τέλος, τα δια των δύο επών ψαλλόμενα συμβάντα, αφ' ενός η εκστρατεία των Ελλήνων κατά της Τροίας, η οποία σκοπόν είχε να επανακομισθή η Ελένη εις την πατρίδα, και αφ' ετέρου ο νόστος και αι περιπλανήσεις του Οδυσσέως πραγματικώς ιστορικά γεγονότα ή κρύπτονται εις αυτά μόνον μύθοι, παραδόσεις και φανταστικά πλάσματα των ποιητών;
”Άπαντα τα ζητήματα και πολλά άλλα ακόμη ετέθησαν κυρίως κατά τους χρόνους της τελευταίας γενεάς υπό πολυαρίθμων επιστημόνων και εδόθησαν εις αυτά διάφορώταται απαντήσεις. Ουδέ έν και μόνον στοιχείον διελευκάνθη ούτως ώστε να τύχη γενικής συμφωνίας γνωμών. Μέχρι της σήμερον ακόμη αι γνώμαι διίστανται και μάλιστα από έτους εις έτος εγείρονται νέαι θεωρίαι περί του χρόνου των δύο επών, περί του τρόπου της γενέσεως και των ποιητών, εις ους οφείλονται. Ως προς τον χρόνον και τον τόπον της γενέσεως των επών, οι πλείστοι επιστήμονες παραδέχονται την και άλλοτε κρατούσαν αντίληψιν, ότι αμφότερα τα επικά ποιήματα εποιήθησαν εν Μικρά Ασία κατά τους χρόνους από του 800 μέχρι του 700 και ότι συνεπώς δεν δύνανται να περιέχουν ή μόνον παλαιάς παραδόσεις και αναμνήσεις περί τινος εκστρατείας των Ελλήνων κατά της Τροίας. Οι περισσότεροι των ομηριστών πιστεύουν ότι οι ποιηταί των επών ουσιωδώς απεικονίζουν τον πολιτισμόν της ιδίας αυτών εποχής και ότι μόνον ως προς ωρισμένα στοιχεία είχοντο ηθών και εθίμων της ηρωικής εποχής περί των οποίων είχον γνώσιν εκ παλαιοτέρων ποιημάτων, ότι “μετά πλήρους συνειδήσεως” παραλείπουν και αποσιωπούν πάντα τα γεγονότα των τελευταίων εκατονταετιών, προ πάντων την κάθοδον των Δωριέων και την εκ ταύτης προκληθείσαν εκδίωξιν των Αχαιών εκ της πατρίδος αυτών εις Μικρασίαν, ως έγραψεν ο Εδ. Μάϋερ (Ιστορία της αρχαιότητος Β', 1893, σ. 69). Άλλοι ερευνη· ταί, εις ους και εγώ ανήκω, πιστεύουν ότι επί των
αποτελεσμάτων των ανασκαφών στηριχθέντες δύνανται ν' αποδείξουν ότι αμφότερα τα έπη εψάλλοντο ήδη προ της καθόδου των Δωριέων εις τας αυλάς των ηρώων του Τρωικού πολέμου ή των υιών αυτών εν τη κυρίως Ελλάδι και ότι ουσιωδώς απεικονίζουν πιστώς την ιστορίαν, γεωγραφίαν και τον πολιτισμόν των Αχαιών Ελλήνων της Β' π. Χ. χιλιετηρίδος, εξαιρουμένων μόνον τινών μεταγενεστέρων προσθηκών, π.χ. του “νεών καταλόγου” εν τη Ιλιάδι και της 24ης ραψωδίας εν τη Οδυσσεία, ένθα αναφέρονται ή απεικονίζονται νεώτεροι καταστάσεις. ”Εγώ ο ίδιος δεν είμαι φιλόλογος. Εγενόμην ερευνητής των του Ομήρου δια των μακροχρονίων ανασκαφών ας εξετέλεσα κατ' αρχάς μεν εν συνεργασία μετά του Σλίμαν, έπειτα δε και μετ' άλλων, εις πολυάριθμους ομηρικούς τόπους. Τα έργα του Ομήρου εμελέτησα ήδη προ 70 ετών, μαθητής ων του εν Μπάρμεν της Γερμανίας γυμνασίου, και τα ηγάπησα ειλικρινώς. Ύστερον μετεχειριζόμην και εμελέτων αυτά πάντοτε εν Τροία και Τίρυνθι, εν Πύλω και Ιθάκη, εγνώρισα δε και εμελέτησα αυτά κατά βάθος και λεπτομερέστατα. Αλλά πλην των επών ανέγνωσα και εξήτασα και την εκτεταμένην βιβλιογραφίαν περί του ομηρικού ζητήματος. Όσον περισσοτέρας πόλεις ομηρικάς ή πύργους ανέσκαπτον, τόσον περισσότερον ηδραιούτο παρ' εμοί η πεποίθησις ότι αμφότερα τα ποιήματα του Ομήρου, ως προς την ουσίαν, παρέχουν τας καταστάσεις του χρονικού διαστήματος μεταξύ του Τρωικού πολέμου και της καθόδου των Δωριέων, δηλαδή του δωδεκάτου περίπου π.Χ. αιώνος, και δη επί όλων των πεδίων της γνώσεως και του βίου. Όσα μας διδάσκουν, όσα λέγουν τα κύρια μέρη των επών τούτων περί ιστορίας και γεωγραφίας, περί πολιτικών και οικονομικών καταστάσεων, περί θρησκείας και ηθών, περί πόλεων και πύργων, περί οίκων και σκευών, πάντα ταύτα ευρίσκονται κατά την πεποίθησίν μου εν πλήρει συμφωνία προς εκείνα πού δυνάμεθα να εξακριβώσωμεν εκ των αποτελεσμάτων των ανασκαφών δια τους Αχαιούς Έλληνας του δωδεκάτου π.Χ. αιώνος. Εάν η σημαντική αυτή αλήθεια δεν ανεγνωρίσθη εισέτι γενικώς· πταίουν προ παντός αι εσφαλμένοι χρονολογίαι, αι οποίαι κρατούν την σήμερον ακόμη εις την αρχαιολογίαν. Είναι αύται αι χρονολογίαι της γεωμετρικής και της ανατολικοελληνικής τέχνης, που προ 60 περίπου ετών εισήχθησαν εις την ιστορίαν της ελληνικής τέχνης υπό του Φουρτβαίγγλερ, τας οποίας εν τούτοις εγώ έκτοτε κατεπολέμουν πάντοτε. Η σπουδαιότης του πράγματος με αναγκάζει να ασχοληθώ εις αυτό βαθύτερόν πως”.
“Άρχομαι αποκρούων και ανασκευάζων βαρείαν κατηγορίαν ήτις κατετοξεύθη αδίκως κατ' εμού. θέλω να παραδεχθώ ότι άγνοια μόνον ή λήθη παρέσυρε τον Ουλερίχον φαν Βιλαμόβιτς να με καταγγείλη ότι δήθεν προς διάσωσιν της αστηρίκτου θεωρίας μου περί Ομηρου, θέλω να φέρω σύγχυσιν εις την στερεώς κατησφαλισμένην χρονολογίαν της ιστορίας της ελληνικής τέχνης. Εν τω έργω αυτού “Ιλιάς και Όμηρος” (1916 σ. 20) έγραψε περί εμού τα εξής: “Την σήμερον κρατεί λυπηρά παραγνώρισις της ομηρικής ποιήσεως. Ο ποιητής εκλαμβάνεται ως ιστορικός και συμφώνως προς την τοιαύτην αντίληψιν ανατρέπονται η ιστορία, η γεωγραφία και η χρονολογία”. Αναμφιβόλως ο Βιλαμόβιτς ηδύνατο και έπρεπε να γνωρίζη ότι η τοιαύτη εμφάνισις των πραγμάτων δεν ήτο σύμφωνος προς την αλήθειαν. Επί του πεδίου της ιστορίας και γεωγραφίας το οποίον αναφέρει ως πρώτον κείνται τα πράγματα ούτως: Ο Όμηρος αφηγείται όντως μόνον τα ιστορικά γεγονότα και την γεωγραφικήν κατάστασιν της εποχής προ της καθόδου των Δωριέων, δια να μετατεθή δε ο ποιητής εις νεωτέραν εποχήν, ως θέλουν οι αντιφρονούντες προς εμέ, χρειάζονται τεχνικαί και αστήρικτοι βοηθητικαί υποθέσεις. Ιδίως βαρύ είναι το σφάλμα του επικρίνοντός με Βιλαμόβιτς επί του πεδίου της χρονολογίας. Δεν ηδύνατο να αγνόηση ότι από πλέον των 50 ετών, πριν ή μάλιστα ασχοληθώ με τον Όμηρον, αντέστην εις την υπό του Φουρτβαίγγλερ προταθείσαν χρονολογίαν της γεωμετρικής τέχνης ως ευρέθη αύτη εν Ολυμπία και
Αθήναις. Ου μόνον δια του λόγου και γραπτώς, αλλά και δι' επιτυχών ανασκαφών πιστεύω ότι απέδειξα ότι η θεωρία του Φουρτβαίγγλερ ην εδημοσίευσεν εις το έργον του “Τα χαλκά της Ολυμπίας” (1879), η θεωρία δηλαδή καθ' ην άπαντα τα αντικείμενα της γεωμετρικής τέχνης, όσα υπάρχουν εν Ολυμπία και Αθήναις, έπρεπε ν' ανήκουν αποκλειστικώς εις την μεταμυκηναϊκήν εποχήν, είναι απαράδεκτος ως φανταστική. Εν διατριβή δημοσιευθείση εις τας “Ανακοινώσεις” (Mitteilungen) του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (1922, 30) εσημείωσα εν ολίγοις τα αποτελέσματα των νέων ανασκαφών και εξέθεσα το σφάλμα του Φουρτβαίγγλερ και τας ολεθρίας δια την επιστήμην συνεπείας αυτού. Εκτενέστερον δε έγραψα περί αυτού εις το νεώτερον έργον μου “Αρχαία Ολυμπία” (Alt. Olympia), 1935, σελ. 2 κ.έ. 12 κ.έ. 194, 445 κ.έ., ένθα παρέσχον τας αποδείξεις ότι η υπό του Φουρτβαίγγλερ εφευρεθείσα “γεωμετρική περίοδος” η οποία διήρκεσε δήθεν από του 1100 μέχρι του 700 π. Χ., ουδόλως υπήρξεν. Η “ανατολικοελληνική τέχνη”, η οποία, κατά τον Φουρτβαίγγλερ. εγεννήθη κατά τον Ζ' αιώνα διαδεχθείσα την γεωμετρικήν τέχνην, πλησιάζει, διωρθωμένου του σφάλματος, αμέσως προς την επίσης εκ της Ανατολής προελθούσαν μυκηναϊκήν τέχνην. Τα γεωμετρικά χαλκά και αγγεία της Ολυμπίας και των Αθηνών ανήκουν εις μίαν προελληνικήν, της Β' χιλιετηρίδας, τέχνην. Τώρα τέλος πάντων μανθάνω ότι αρχίζουν και άλλοι αρχαιολόγοι να διαβλέπουν το βαρύ σφάλμα και τας ολεθρίας αυτού συνεπείας. (F. Koepp, Αρ χαιολογία, 1919, σελ. 73). Η αλήθεια περί της αρχαιοτάτης ελληνικής τέχνης και της χρονολογίας αυτής αναμφιβόλως θα διάλυση βαθμηδόν την ομίχλην της αυταπάτης, και τότε ως ελπίζω ακραδάντως, δεν θα διστάσουν και οι αρχηγοί της σχολής ταύτης να ανακαλέσουν τας αδίκους κατηγορίας και τας προσωπικός επιθέσεις, ων εγενόμην θύμα και τους οποίους δεν εμνημόνευσα ανωτέρω”.
“Δια της αλλαγής της χρονολογίας των αρχαιοτάτων ελληνικών επιγραφών, αναγλύφων και αγγείων, ων η ηλικία πρέπει να αυξηθή κατά μερικάς εκατονταετίας, μεταβάλλονται ριζικώς τα θεμέλια των περί Ομήρου και δη περί της χρονολογίας αυτού θεωριών. Η οριστική λύσις του αφορώντας την χρονολογίαν σπουδαίου ζητήματος έπρεπε να είναι ο σκοπός πάντων των αρχαιολόγων. Μόνον άμα ως αύτη επιτευχθή, τότε η οδός προς επιτυχή εξερεύνησιν του Ομήρου θα είναι ελευθέρα. Δι' εμέ η λύσις αύτη ήτο από πολλού χρόνου ωλοκληρωμένη, αφού δεν με εκώλυε πλέον η εσφαλμένη χρονολογία. Θα εκθέσω δε ενταύθα εν συντομία, εις τίνα αποτελέσματα έφθασα ως προς τα Ομηρικά έπη, εκποδών γενομένων των εμποδίων μετά την αλλαγήν των θεμελίων.

ΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

ΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΗΜΕΡΑ (μέρος 2ο)
”Τα έπη παρέχουν ημίν, ως είπον ανωτέρω, εν πλήρει αληθεία την ιστορίαν και γεωγραφίαν της προδωρικής εποχής, ως και τον πραγματικόν πολιτισμόν των Αχαιών Ελλήνων του δωδεκάτου αιώνος. Επί του πεδίου της ιστορίας αφηγούνται τα γεγονότα του τελευταίου αυτών μεγάλου πολέμου, της κοινής εκστρατείας των Αχαιών ηγεμόνων κατά της Τροίας. Ψάλλουν όμως χωριστά μόνον συμβάντα του πολέμου τούτου, δηλαδή πρώτον το επεισόδιον της “μήνιος” (οργής) του Αχιλλέως και δεύτερον τον νόστον του Οδυσσέως μετά μακράς περιπλανήσεις. Τα αλλά συμβάντα της εκστρατείας κατά της Τροίας εψάλησαν δια πολυαρίθμων άλλων ασμάτων. Περί πάντων των μεταγενεστέρων γεγονότων της ελληνικής ιστορίας, περί της καθόδου των Δωριέων, περί της καταστροφής πάντων σχεδόν των Αχαϊκών μεγάρων και πύργων των βασιλέων ή ηγεμόνων, περί της εκδιώξεως των Αχαιών εκ της Ελλάδος, των μαχών αυτών και της εγκαταστάσεως των εν Μικρά Ασία ουδέν γνωρίζει ο ποιητής. Ουδέ υπό μορφήν χρησμών ή προφητειών ή προρρήσεων υποδεικνύονται τα σημαντικά ταύτα γεγονότα, καίτοι τούτο θα ήτο ευκολώτατον εάν ο ποιητής έζη εκατονταετίας ύστερον. Τουναντίον δίδει προφητείαν αναφερομένην εις την βασιλείαν του γένους του Οδυσσέως εν Ιθάκη (Οδ. 15, 534). Προς τούτοις τους Έλληνας ονομάζει εισέτι με το παλαιόν κοινόν όνομα Αχαιούς, το οποίον αποδεικνύεται τώρα δια των ανακαλυφθεισών αιγυπτιακών και χετταιϊκών επιγραφών ως ακριβέστατον, ενώ άλλοτε, πρό της ανακαλύψεως δηλαδή ταύτης, εθεωρείτο ποιητική εφεύρεσις. Περί των διχονοιών μεταξύ Ιώνων και Αιολέων εν Μικρά Ασία ο ποιητής δεν γνωρίζει ακόμη τίποτε. Άγνωστοι παντελώς είναι εις αυτόν ακόμη οι Δωριείς, διότι ο μόνος στίχος (Οδ. 19,177) ο αναφερών αυτούς εν Κρήτη μαζί με άλλους λαούς είναι αναμφιβόλως μεταγενέστερον παρεμβεβλημένος. Αι δύο πλουσιώτεραι πόλεις του κόσμου είναι κατά τον ποιητήν αι αιγυπτιακαί Θήβαι και ο Βοιωτικός Ορχομενός, τούθ' όπερ είναι ακριβές δια τον δωδέκατον αιώνα αλλ' ουχί δια τον όγδοον ή έβδομον π. Χ. Τούτο μας οδηγεί εις το πεδίον της γεωγραφίας, ένθα αι ειδήσεις του ποιητού είναι κατ' εξοχήν αποδεικτικαί, καθ' όσον δια της περί το 1150 π. Χ. επισυμβάσης καθόδου των Δωριέων επήλθαν εν Ελλάδι σημαντικαί μετακινήσεις λαών και μεταβολαί ονομάτων. Τα δύο έπη γνωρίζουν αποκλειστικώς μόνον προδωρικήν γεωγραφίαν. Μεταγενέστεραι προσθήκαι, ως π. χ. ο νεών κατάλογος (Ιλ. Β) παρέχουν ήδη την κατάστασιν της κλασσικής εποχής. Παρ' Ομήρω η Πελοπόννησος λέγεται ακόμη “Άργος” και οι ηγεμόνες της Πελοποννήσου, ως ο Αγαμέμνων, ο Μενέλαος και ο Νέστωρ, καλούνται Αργείοι, ενώ η μεταγενέστερα πόλις του Άργούς δεν υπάρχει ακόμη. Αι Μυκήναι είναι η πρωτεύουσα πόλις της ανατολικής Πελοποννήσου. Πύλος, η πόλις του Νέστορος κείται εν Τριφυλία ουχί δε ακόμη εν Ήλιδι, όπου μετέβησαν οι Πύλιοι μετά την υπό των Δωριέων καταστροφήν της πόλεως Οι Κεφαλλήνες, ο λαός δηλαδή του Οδυσσέως, κατώκουν εν Ακαρνανία, χώρα κειμένη επί της Στερεάς, έναντι της νήσου Ιθάκης, η δε Ιθάκη η πατρίς του Οδυσσέως δεν είναι ακόμη η σημερινή Ιθάκη, η οποία καλείται παρ' Ομήρω εισέτι Σάμη, αλλά η ύστερον Λευκάς καλουμένη νήσος, εν τη οποία εγώ ανέσκαψα και απέδειξα την ομηρικήν Ιθάκην. Εν αντιθέσει προς τα δύο έπη ο “νεών κατάλογος” γνωρίζει τα δωρικά ονόματα των νήσων περί ών εν Οδυσσεία γίνεται λόγος και εκλαμβάνει ως την πατρίδα του Οδυσσέως την σήμερον ούτω καλουμένην μικράν Ιθάκην (Θιάκι). Και η όλη εικών του κόσμου, οίον τον βλέπει ο ποιητής, δεν είναι η του ογδόου ή εβδόμου αιώνος, καθ' ην εποχήν είχαν ήδη επεκτείνει τας αποικίας αυτών προς τα βορειοανατολικά μέρη, αλλά η της προδωρικής εποχής, καθ' ην ο ορίζων των Ελλήνων περιελάμβανε μόνον την ανατολικήν λεκάνην της Μεσογείου Θαλάσσης, από της Φοινίκης προς Ανατολάς μέχρι της Σικελίας και προς Δυσμάς μέχρι του περιβάλλοντος τον κό σμον Ωκεανού.
”Πλην της ιστορίας και γεωγραφίας αναφέρω ενταύθα εκ της πληθώρας της ύλης ολίγα μόνον ακόμη στοιχεία αποδεικνύοντα την μεγάλην αρχαιότητα των ομηρικών επών
”Οι Θεοί του Ομήρου δεν είναι εισέτι οι Θεοί της κλασικής Ελλάδος, οι οποίοι ανακαλύπτονται ολονέν περισσότερον ως αποτελούντες σύνδεσμον των ομηρικών Θεών μετά των προελληνικών τοπικών θεοτήτων της Ελλάδος και Μικράς Ασίας, αλλ' είναι τουναντίον οι των παναρχαίων ευγενών αχαιϊκών οικογενειών που εκ του Βορρά μετηνάστευσαν εις την Ελλάδα.
”Οι οίκοι των Αχαιών δεν περιγράφονται υπό του Ομήρου όμοιοι προς τους οίκους των Ιώνων ή των Αιολέων της Μικράς Ασίας. Ο ποιητής ούτος γνωρίζει ακόμη τα δύο είδη των βασιλείων μελάθρων, τα όποια, ως δεικνύουν τα αποτελέσματα των ανασκαφών, πράγματι υπήρξαν αμφότερα παράλληλα κατά τα τέλη της Β' χιλιετηρίδος π. Χ. εν Ελλάδι, δηλαδή τα απλά, αλλ' υψηλά βασίλεια μέλαθρα της Ιθάκης και Πύλου, τα οποία ουσιωδώς διεκρίνοντο από τα πλούσια και μετ' ανατολικής λαμπρότητας διακεκοσμημένα βασίλεια πού περιγράφονται υπό του Ομήρου εις Σπάρτην και Σχερίαν και τα οποία πρόκεινται ημίν νυν ανακαλυφθέντα εις Μυκήνας, Τίρυνθα και Κρήτην. Τινές των Αχαιών ηγεμόνων είχον διατηρήσει επί του πεδίου της οικοδομής ως και της κατασκευής των τάφων τον απλούν πολιτισμόν της μέσης Ευρώπης, ενώ άλλοι είχον δεχθή τα πολυτελή υλικά και τας λαμπράς μορφάς της εκ της Ανατολής καταγόμενης μυκηναϊκής τέχνης διά τα βασίλεια αυτών και τους θολωτούς των τάφους. ”Όμοιόν τι προς εκείνο εμφανίζεται κατά χαρακτηριστικόν τρόπον και εις τα όπλα. Ενώ Αχαιοί τινες διετήρουν ακόμη τα αρχαία όπλα αυτών και ιδία την μεγάλην και βαρείαν πυργωτήν ασπίδα, άλλοι έχουσιν ήδη την μικράν πέλτην, ήτις, ως διδάσκουν τα μνημεία, υπήρξεν εν χρήσει εν χώραις περί την ανατολικήν λεκάνην της Μεσογείου Θαλάσσης πολύ προ της καθόδου των Δωριέων, συγχρόνως προς την πυργωτήν ασπίδα. Εκ τούτου συμπεραίνομεν ότι ο Όμηρος δεν έψαλεν ούτε κατά το ήμισυ της Β' χιλιετηρίδος π. Χ., ότε η πυργωτή ασπίς ήτο ίσως ακόμη εν γενική χρήσει ούτε κατά τον Η' ή Ζ' αιώνα, ότε οι Ίωνες και Δωριείς Έλληνες δεν είχον πλέον ή την πέλτην, αλλ' έζησε μεταξύ των δύο εποχών, κατά τον 12ον περίπου αιώνα, ότε δηλαδή και τα δύο είδη ασπίδων ήσαν εν παραλλήλω χρήσει”.

ΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

ΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΗΜΕΡΑ (μέρος 30)
“Εάν συμφώνως προς ταύτα αμφότερα τα έπη απεικονίζουν ημίν όντως την γεωγραφίαν και ιστορίαν και όλον τον πολιτισμόν του ΙΒ' π. Χ. αιώνος, της εποχής δηλαδή, της οποίας τα συμβάντα και τας καταστάσεις ο ποιητής προτίθεται να ψάλη, τότε ου μόνον δικαιούμεθα αλλά και αναγκαζόμεθα να θέσωμεν την γένεσιν των επών κατά την εποχήν ταύτην, εις το βραχύ χρονικόν διάστημα μεταξύ του Τρωϊκού πολέμου και της καθόδου των Δωριέων. ”Την πολλάκις γενομένην ένστασιν, ότι η γλώσσα του Ομήρου δεν επιτρέπει την παραδοχήν μείζονος ηλικίας των επών, δυνάμεθα κάλλιστα να μη λάβωμεν υπ' όψιν, αφού ήδη πολλοί ειδικοί φιλόλογοι και ανεγνωρισμένοι γλωσσολόγοι ρητώς ζητούν τοιαύτην μετάθεσιν του Ομήρου εις προγενεστέραν εποχήν της μέχρι του νυν παραδεκτής. Τινές τούτων, ως π. χ. ο καθηγητής Ίναμα, θέτουν τα έπη, ένεκεν ακριβώς της γλώσσης, εις τον ΙΒ' αιώνα (Ο Όμηρος κατά την μυκηναϊκήν εποχήν, Omero nell' eta micenea, 1913). Απέναντι της ειρημένης ενστάσεως πρέπει να υπενθυμίσω και το ως ασφαλές αποδειχθέν περιστατικόν, ότι αι αρχαιόταται ελληνικαί επιγραφαί, επί των οποίων εν πρώτη γραμμή στηρίζεται η κρίσις περί της αρχαιοτάτης μορφής της ελληνικής γλώσσης, τίθενται κατά την υπ' εμού υποστηριζομένην χρονολογίαν κατά μερικάς εκατονταετίας προ της νυν ακόμη συνήθως αναγνωριζομένης. Ουχί κατά τον Η' π. Χ. αιώνα ελαβον οι Έλληνες την γραφήν των, ως πιστεύεται υπό πολλών, αλλά τουναντίον κατά την ομόφωνον παράδοσιν της αρχαιότητος και κατά τας προσφάτως ανακαλυφθείσας φοινικικάς επιγραφάς (R. Eisler εν journal of Asiat. Society 1922) κατά την Β' π.Χ. χιλιετηρίδα παρέλαβαν αυτήν παρά των Ανατολιτών, ότε έλαβον και την μυκηναϊκήν τέχνην των Φοινίκων. Εάν εκ των αρχαιοτάτων τούτων χρόνων μήτε εν Ελλάδι μήτε εν Φοινίκη δεν ευρίσκομεν επιγραφάς, τούτο ευεξήγητον εκ του λόγου ότι τότε εις τας δύο αυτάς χώρας η γραφή εγίνετο επί παπύρου και δέρματος, υλικού που ούτε εν Φοινίκη ούτε εν Ελλάδι ένεκεν των κλιματολογικών συνθηκών διετηρήθη”.

ΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

ΤΟ ΟΜΗΡΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΗΜΕΡΑ (μέρος 4ο)
“Τα αποτελέσματα των μακροχρονίων μου ανασκαφών εις ομηρικούς τόπους με έπεισαν και η μελέτη της όλης φιλολογίας περί Ομήρου με ενίσχυσεν εν τη πεποιθήσει μου ότι τα δύο διασωθέντα μέχρις ημών έπη ανήκουν εις τα πολυάριθμα ποιήματα ή άσματα τα όποια μετά τον Τρωϊκόν πόλεμον εψάλλοντο εις τας βασιλικάς αυλάς της Ελλάδος. Όταν έπειτα περί το 1100 π.Χ. αι πλείσται αχαϊκαί οικογένειαι, εκδιωχθείσαι υπό των Δωριέων, μετηνάστευσαν εις Μικράν Ασίαν, μετέφερον μετά πολλών άλλων αρχαίων ασμάτων και τα δύο έπη τα ψάλλοντα την μήνιν του Αχιλλέως και τον νόστον του Οδυσσέως ως αξιολόγους θησαυρούς του μεγάλου αυτών παρελθόντος και εφύλασσον αυτά μετά θρησκευτικής ευλαβείας. Εν τη οικογένεια των Ομηριδών πρέπει να παραδεχθώμεν ότι επί ολοκλήρους εκατονταετίας τα δύο έπη εψάλλοντο και ετιμώντο θεωρούμενα έργα του Ομήρου. Δεν παραδέχομαι εν τούτοις ότι και τα δύο ανήκουν εις ένα και τον αυτόν ποιητήν, αλλ΄ έχω λόγους να πιστεύω ότι το μεν περί της μήνιος του Αχιλλέως εγένετο εν τη αιολική Φθία, το δε περί του νόστου του Οδυσσέως, κατά την αυτήν εποχήν εν τη Ιωνική Πύλω. Οι λόγοι ούτοι είναι διαφόρων ειδών, και άξιοι να μνημονευθούν ενταύθα τουλάχιστον εν ολίγοις:
”Πρώτον: Η Ιλιάς έχει γλώσσαν μάλλον αιολικήν, η Οδύσσεια μάλλον ιωνικήν. Επειδή δε είναι γνωστόν ότι οι Αιολείς, όσοι εγκατεστάθησαν εις την Μικράν Ασίαν, ήλθον κατά μέγα μέρος εκ της Βορείου Ελλάδος, οι δε Ίωνες εκ της Πελοποννήσου, ευκολώτερον θα εξηγείτο η πράγματι υπάρχουσα εις τα έπη γλωσσική διαφορά, εάν η Ιλιάς ήτο προϊόν της Βορείου Ελλάδος και η Οδύσσεια της Πελοποννήσου.
”Δεύτερον: Προς τον τοιούτον προσδιορισμόν συμφωνεί και το περιεχόμενον των δύο έπων. Το της μήνιος του Αχιλλέως, εν τω οποίω οι Έλληνες ηττώνται ευθύς ως ο Αχιλλεύς παύη να μετέχη της μάχης, δεν είναι δυνατόν να μη έχη ποιηθή και να μη εψάλλετο εις την αυλήν του Αχιλλέως, αφ' ετέρου δε είναι πολύ πιθανόν να εψάλλετο η Οδύσσεια εις την Πύλον, διότι εν τη Οδυσσεία, ως υπό πολλών παρετηρήθη, ο Νέστωρ και οι υιοί του έχουν σημαντικήν θέσιν.
” Τρίτον: Η πολλάκις τονισθείσα υπό των ομηριστών διαφορά ως προς τα δένδρα θα εύρισκε βάσιμον ερμηνείαν, διότι η Νότιος Πελοπόννησος έχει το ηπιώτατον κλίμα της Ελλάδος, όπου κατ' εξοχήν ευδοκιμούν το φοινικόδενδρον και η συκή, η δάφνη και η ελαία. Τα δένδρα ταύτα μνημονεύονται συχνά εν τη Οδυσσεία, εν δε τη Ιλιάδι η πίτυς. Η λεπτομέρεια αύτη παρέσυρε τον Βίκτωρα Χέεν εις το να χαρακτηρίση την Οδύσσειαν ως έργον νεώτερον και την Ιλιάδα ως παλαιότερον, πράγμα το οποίον προ πολλού είχεν αποδειχθή λελανθασμένον, καθ' όσον τα τέσσαρα προαναφερθέντα δένδρα της Οδύσσειας δεν εισήχθησαν εις την Ελλάδα μόνον μετά την εποχήν της Ιλιάδος, αλλ' εφύοντο ήδη κατά την Β' π.Χ. χιλιετηρίδα.
”Τέταρτον: Επιτρέπεται να παρατηρηθή ότι ο ποιητής της Οδύσσειας, συγκρίνων την Ναυσικάν μετά της Αρτέμιδος, παραλείπει ν' αναφέρη ως ενδιαιτήματα της θεάς τα δύο χιονοσκεπή όρη τα υψούμενα εις τα Δυτικά της Πελοποννήσου: τον Ερύμανθον δηλαδή και τον Ταΰγετον (Οδ. 6, 103). Όθεν βασιζόμενος εις τους λόγους τούτους θεωρώ όχι ως βέβαιον αλλά τουλάχιστον ως δυνατόν ότι η Οδύσσεια εγένετο εν Πύλω και η Ιλιάς εν Φθία.

”Αμφότερα τα έπη εγένοντο λοιπόν κυρίως εν Ελλάδι και κατά την Β' π.Χ. χιλιετηρίδα μετηνέχθησαν κατόπιν υπό των Αχαιών των εκδιωχθέντων υπό των Δωριέων, εις την Μικράν Ασίαν, ένθα κατά την Α' π.Χ. χιλιετηρίδα εψάλλοντο συχνότατα και ως εκ τούτου δεν έμειναν αμετάβλητα. Δια γλωσσικών και πολυειδών άλλων προσθηκών και αλλαγών τα αρχικά ποιήματα διηυρύνοντο, μετε· βάλλοντο και συνεχρονίζοντο. Εκ του ποιήματος περί της οργής του Αχιλλέως, εν τω οποίω, διαρκούσης της απουσίας του ήρωος εκ της μάχης, έπρεπε μόνον ήτται των Ελλήνων να αναφέρωνται, ανεπτύσσετο βαθμηδόν δια προσθηκών αι οποίαι αφηγούντο νίκας των Ελλήνων ποίημα μεγαλύτερον και γενικώτερον περί του προ του Ιλίου πολέμου. Κατά παρόμοιον τρόπον μετεβάλλετο το αρχικόν ποίημα περί του νόστου του Οδυσσέως δια παρεμβολής των περιπλανήσεων τούτου εις έπος περιλαμβάνον τας περιπετείας του Οδυσσέως κατά την μακράν περιήγησιν αυτού μέχρις ότου έφθασεν εκ της Τροίας εις την πατρίδα του Ιθάκην"

(Λίγα λόγια για τον Wilhelm Dörpfeld )

Ο Βίλελμ Δαίρπφελδ ή Γουλιέλμος Νταίρπφελντ (γερμ. Wilhelm Dörpfeld ή Doerpfeld, 26 Δεκεμβρίου 1853 – 25 Απριλίου 1940) ήταν ένας Γερμανός αρχιτέκτονας, περισσότερο γνωστός για τη συνεισφορά του στην κλασσική αρχαιολογία.
Ο Δαίρπφελδ γεννήθηκε στο Μπάρμεν του Βούπερταλ. Το 1877 έγινε βοηθός των αρχαιολόγων Richard Bohn, Friedrich Adler και Ernst Curtius στις ανασκαφές στην αρχαία Ολυμπία. Το 1882 ακολούθησε τον Ερρίκο Σλήμαν που έκανε ανασκαφές στην Τροία. Συνέχισε να δουλεύει με το Σλήμαν στην Τίρυνθα (1884–1885) και πήρε μέρος στις ανασκαφές της Ακρόπολης (1885–1890), της Περγάμου (1900–1913 με τον Alexander Conze) και στις ανασκαφές του 1931 στην αρχαία αγορά της Αθήνας.
Το 1886 ο Δαίρπφελντ ίδρυσε τη Γερμανική Σχολή των Αθηνών, που προς τιμή του ονομάστηκε «Dörpfeld Gymnasium». Από το 1887 έως το 1912 ήταν διευθυντής του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Αθήνα. Στο διάστημα αυτό αλλά και για πολλά χρόνια μετά έκανε ανασκαφές σε διάφορα σημεία της Λευκάδας και υποστήριξε με πάθος τη θεωρία ότι η Ομηρική Ιθάκη είναι το σημερινό νησί της Λευκάδας. Πέθανε στις 25 Απριλίου του 1940 στη Λευκάδα όπου και ετάφη (Νυδρί).
Ο Δαίρπφελντ θεωρείται πρωτοπόρος της στρωματογραφικής ανασκαφής και της ακριβούς γραπτής τεκμηρίωσης των αρχαιολογικών επιχειρήσεων.
(Από τη Βικιπαίδεια)



ΟΜΗΡΟΣ

ΠΟΤΕ ΕΖΗΣΕ Ο ΟΜΗΡΟΣ;
ΛΕΞΙΚΟ ΣΟΥΙΔΑ
ΟΜΗΡΟΣ: Ο ποιητής Μέλητος του εν Σμύρνη ποταμού και Κριθηίδος, Ως δέ άλλοι, Απόλλωνος και Καλλιόπης της μούσης, ως δέ Χάραξ ο ιστορικός. Μαίονος ή Μητίου και Ευμήτιδος μητρός, κατά δέ άλλους Τηλεμάχου του Οδυσσέως και Πολυκάστης της Νέστορος.
Έστι δέ η του γένους τάξις κατά τον ιστορικόν Χάρακα αύτη: Αιθούσης Θράσσης Λίνος, του δέ Πίερος, του δέ Οίαγρος, του δέ Ορφεύς, του δέ Δρης , του δέ Ευκλέης , του δέ Ιδμονίδης, του δέ Φιλοτερπής, του δέ Εύφημος, του δέ Επιφράδης, του δέ Μελάνωπος, του δέ Αππελλής, του δέ Μαίων, ός ήλθεν άμα ταις Αμαζόσιν εν Σμύρνη, και γήμας Ευμήτιν την Ευεπούς του Μελησιγένους εποίησεν Όμηρον.... Και γέγονε δέ πρό του τεθήναι την α' ολυμπιάδα (1η ολυμπιάδα), προ ενιαυτών νζ'(57).
Πορφύριος δέ εν τη "φιλοσόφω ιστορία" πρό ρλβ'(132) φησίν. Ετέθη δέ αύτη (η 1η ολυμπιάδα) μετά την Τροίας άλωσιν ενιαυτοίς ύστερον υζ'(407). Τινές δέ μετά ρξ'(160) μόνους ενιαυτούς της Ιλίου αλώσεως τετέχθαι ιστορούσιν Όμηρον. Ο δέ ρηθείς Πορφύριος μετά σοε'(275).
ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΧΡΟΝΙΚΟΝ
...Τα δέ από της Ιλίου αλώσεως μέχρι της πρώτης ολυμπιάδος ουδ' αυτά μεν ηξιώθη μνήμης εντελούς. Όμως δ' ο Πορφύριος εν το πρώτω της "φιλοσόφου ιστορίας " ωδέ πως επιτέμνεται προς λέξιν:
Πορφυρίου από του πρώτου λόγου την φιλοσόφου ιστορίας.
Από της αλώσεως Ιλίου επί την των Ηρακλειδών κάθοδον έτη π' (80) φησίν είναι Απολλόδωρος. Από δέ της καθόδου εις την Ιωνίας κτίσιν έτη ξ' (60). Εντεύθεν εις Λυκούργου έτη θ' (9) και εκατόν και πεντήκοντα (159). Από δέ Λυκούργου εις την πρώτην ολυμπιάδα οκτώ και εκατόν (108). Τα δέ πάντα από της αλώσεως Ιλίου επί την πρώτην ολυμπιάδα έτη επτά και υ'(407).
(στο πάνω απόσπασμα κρατάμε τη χρονολογία που εμφανίζεται ο Λυκούργος, δηλαδή το 884 π.Χ. περίπου, θέτοντας υπόψιν ως χρονολογία για την πτώση της Τροίας αυτή του Απολλοδώρου που είναι το 1183 π.Χ. και με βάση αυτή κάνει τους υπολογισμούς και ο Πορφύριος και ο Ευσέβιος. Η πληροφορία αυτή είναι πολύ χρήσιμη έαν την παραλληλίσουμε με την παρακάτω πληροφορία του Στράβωνα.)
ΣΤΡΑΒΩΝΟΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ
Γεωγραφικών Ι' κεφάλαιο IV 19
...(Λυκούργος) εντυχόντα δ', ως φασί τινες, και Ομήρω διατρίβοντι εν Χίω...
δηλαδή: "ο Λυκούργος, λένε κάποιοι ότι συνάντησε και τον Όμηρο, τότε που βρισκόταν στη Χίο..."
Υπάρχει και ένα άλλο απόσπασμα από τον Παυσανία τον περιηγητή στο βιβλίο του "Ηλειακά", που κατεβάζει την εποχή που ακμάζει ο Όμηρος σε σχέσει με το ως άνω. Αυτή είναι περίπου στα 776 π.Χ. την εποχή δηλαδή της πρώτης ολυμπιάδας. Το απόσπασμα έχει ως εξής:
ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ - ΗΛΕΙΑΚΑ
κεφάλαιο 4 παράγραφος 5
...Χρόνω δέ ύστερον Ίφιτος, γένος μεν ών από Οξύλου ηλικίαν δέ κατά Λυκούργον τον γράψαντα Λακεδαιμονίοις τους νόμους, τον αγώνα διέθηκεν εν Ολυμπία, πανήγυρίν τε Ολυμπικήν αύθις εξ αρχής και εκεχειρίαν κατεστήσατο...
δηλαδή: Ύστερα από χρόνια ο Ίφιτος που καταγόταν από το γένος του Οξύλου, και ήταν σύγχρονος του Λυκούργου που έγραψε τους νόμους στους Λακεδαιμονίους, τον αγώνα οργάνωσε στην Ολυμπία και κατέστησε την Ολυμπική γιορτή αλλά και την εκεχειρία...